''Τη λησμονιά, μα πιο πολύ τη νοσταλγία'', συνέντευξη στην Μαίρη Γκαζιάνη

''Τη λησμονιά, μα πιο πολύ τη νοσταλγία'', συνέντευξη στην Μαίρη Γκαζιάνη

Η Δέσποινα Ντάση διαβάζει ποίηση από παιδί και από μικρή ηλικία ξεκίνησε να γράφει τα δικά της ποιήματα. Η ίδια δηλώνει ότι η ποίηση είναι η αναπνοή της και με την πρώτη εκδοτική της απόπειρα καταγράφει «όλα τα μη του κόσμου» που δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν. Νιώθει ιδιαίτερη συγκίνηση όταν μιλάει για τον παππού της και τον αισθάνεται να της χαμογελάει από ψηλά.

 

ΕΡ. Δέσποινα γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Αθήνα. Ποια θυμάσαι να ήταν η πρώτη επαφή σου με την ποίηση;

ΑΠ. Χάρη σε μία παλιά συνήθεια της μητέρας μου, να σημειώνει ημερομηνίες πάνω στα βιβλία που αγοράζει, θυμάμαι πως ήταν 2 Ιουνίου του 1995 όταν συναντήθηκα πρώτη φορά με την ποίηση! Ήμουν 12 ετών όταν πάνω στο τραπέζι του σαλονιού βρήκα την Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία του εκδοτικού οργανισμού Πάπυρος. Από εκείνη την ημέρα δεν έφυγε στιγμή από το γραφείο μου αυτό το βιβλίο και όταν έφυγα από το πατρικό μου, φυσικά, με ακολούθησε πρώτο!

ΕΡ. Σε ποια ηλικία άρχισες να γράφεις δικά σου ποιήματα;

ΑΠ. Θυμάμαι πως από το δημοτικό είχα αρχίσει να αποτυπώνω τις σκέψεις μου σε ημερολόγια. Ποιητικούς πειραματισμούς ξεκίνησα σε ηλικία 12 ετών.

ΕΡ. Μεγαλώνοντας σπούδασες στη Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας του Τ.Ε.Ι. Αθηνών. Σήμερα ασχολείσαι επαγγελματικά με το είδος των σπουδών σου;

ΑΠ. Ασχολούμαι επαγγελματικά με το είδος των σπουδών μου τα τελευταία 10 χρόνια. Ξεκίνησα να εργάζομαι στο αντικείμενο μου έναν χρόνο πριν αποφοιτήσω από την σχολή.

ΕΡ. Παρά τις σπουδές σου, η ποίηση παρέμεινε ζωντανή μέσα σου. Πως δραστηριοποιήθηκες αρχικά σε σχέση με την ποίηση;

ΑΠ. (Πλέον πιστεύω πως οι σπουδές μου και το αντικείμενο εργασίας μου κράτησαν τόσο ζωντανή την ποίηση μέσα μου! Ο χώρος των επιχειρήσεων και του εμπορίου είναι ένας πολύ ρεαλιστικός χώρος, χωρίς συναισθηματισμούς. Προπορεύεται πολλές φορές χωρίς τον άνθρωπο. Η ποίηση, για μένα, είναι εκείνο το πολύτιμο πρίσμα που αναλύει τον άνθρωπο και την πραγματικότητα σε όλα τα χρώματα του φάσματός τους.)

Η διαδρομή μου στην ποίηση ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2012, όταν αποφάσισα να κάνω το πρώτο βήμα και να πάρω μέρος σε έναν ποιητικό διαγωνισμό με θέμα την Μικρά Ασία με το ποίημα «Τη λησμονιά, μα πιο πολύ τη νοσταλγία», το οποίο βραβεύτηκε με το Ά βραβείο ποίησης του διαγωνισμού την χρονιά εκείνη.

ΕΡ. Έχεις βραβευτεί σε πανελλήνιους και διεθνείς διαγωνισμούς. Τι σημαίνουν αυτές οι βραβεύσεις για σένα;

ΑΠ. Κάθε βράβευση έχει από πίσω μία ιστορία και πολλά συναισθήματα. Είναι σαν μία φωτογραφία μιας στιγμής της ζωής μου που αγάπησα πολύ. Σε όσους διαγωνισμούς επέλεξα να στείλω, πρώτα με είχε αγγίξει πολύ το θέμα τους, οπότε η βράβευση των ποιημάτων αυτών είναι για μένα η επιβεβαίωση ενός πιστεύω μου: Πως ό,τι βγαίνει απ’ την καρδιά, αγγίζει.

ΕΡ. Πριν την έκδοση, της πρώτης ποιητικής συλλογής σου, είχες συμμετάσχει σε συλλογικά ποιητικά ανθολόγια. Ποια εμπειρία αποκόμισες;

ΑΠ. Ένιωσα τα ανεκτίμητα συναισθήματα του μοιράζομαι, επικοινωνώ, μιλάω την ίδια γλώσσα με ανθρώπους που μοιάζω και μου μοιάζουν καθώς και την ακύρωση του συναισθήματος: είμαι μόνη σε αυτό που κάνω.

ΕΡ. Το 2015 κυκλοφορεί η 1ηποιητική συλλογή σου με τον τίτλο «όλα τα μη του κόσμου» από τις εκδόσεις Κέδρος. Ποια ήταν τα συναισθήματά σου κρατώντας το πρώτο βιβλίο σου στα χέρια σου;

ΑΠ. Μου έχουν εντυπωθεί έντονα δύο στιγμές, εκείνης του τηλεφωνήματος γεμάτο ενθουσιασμό από τον Κέδρο: Το έχουμε στα χέρια μας, πρέπει να το δεις! Και εκείνης της στιγμής που πήγα στον εκδοτικό και ανοίξαμε την πρώτη κούτα και το έπιασα στα χέρια μου και το μύρισα! Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματα, είναι τόσα πολλά και ανάμικτα: συγκίνηση, χαρά, ευγνωμοσύνη, προσφορά, αγάπη για την ποίηση. Υπάρχουν ακόμα φορές, τα βράδια κυρίως που κάθομαι στο γραφείο μου για να γράψω, που γυρίζω και το κοιτάζω δίπλα μου και λέω: Αχ βρε παππού!

ΕΡ. «Όλα τα μη του κόσμου», ένα βιβλίο αφιερωμένο στον παππού σου. Γιατί το αφιέρωσες στον παππού σου;

ΑΠ. Για μένα ο παππούς μου Βασίλης Τσιμεντερίδης στάθηκε δάσκαλος ζωής. Ήταν πολυπράγμων άνθρωπος, γεμάτος (καλλιτεχνικές) ανησυχίες. Δεν σταμάτησε ποτέ να μου δίνει, γνώση, τέχνη, αγάπη. Ήξερε να ακούει. Χάρισμα σπάνιο στις μέρες μας. Στο επάγγελμα ήταν τυπογράφος, είχε ένα από εκείνα τα παλιά τυπογραφεία της Αθήνας, Δροσοπούλου και Ιθάκης γωνία στην Κυψέλη. Πέρναγα πολλές ώρες και ημέρες κοντά του, κυρίως τα καλοκαίρια. Μου άρεσε πολύ να τον βοηθάω και να μαθαίνω από εκείνον. Θυμάμαι στο πατάρι του τυπογραφείου είχε φτιάξει έναν σκοτεινό θάλαμο, ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος, και εκεί εμφανίζαμε τα φιλμ του. Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ από εκείνον, ζωγράφιζε, έγραφε, ήταν αυτοδίδακτος στην κιθάρα και σε τόσα άλλα.

Ήταν από τους πρώτους που του είχα πει ότι γράφω ποίηση, έτσι λοιπόν ήταν και ο πρώτος που του διάβασα τον Φεβρουάριο του 2012 από το τηλέφωνο το ποίημα «Τη λησμονιά, μα πιο πολύ τη νοσταλγία» πριν το στείλω στον διαγωνισμό. Είχε συγκινηθεί πολύ, του είχε ξυπνήσει μνήμες από την μητέρα του που καταγόταν από τον Μπουρνόβα της Μικράς Ασίας. Στείλ΄ το κορίτσι μου και άνοιξε τα φτερά σου, μου είπε. Δύο μήνες μετά, Απρίλιο του 2012, τον χάνουμε από ατύχημα, ένας οδηγός μηχανής τον  τραυματίζει θανάσιμα καθώς διασχίζει πεζός την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Λίγες ημέρες μετά την κηδεία του χτυπάει το τηλέφωνο μου και με ενημερώνουν ότι το ποίημα μου έχει πάρει το Α’ βραβείο. Τα συναισθήματα μου ανάμικτα. Από ψηλά, τον ένιωσα, χαμογελούσε!

Όσο για την αφιέρωση: «[…] σε όλες εκείνες τις φορές που με κέρδιζε στο σκάκι» μόνο μία φορά τον κέρδισα στα τόσα χρόνια που παίζαμε, και αυτό επειδή το επέτρεψε πιστεύω!

ΕΡ. Σε ποια «μη» του κόσμου αναφέρεσαι;

ΑΠ. Σε όλα όσα δεν πρέπει να συμβαίνουν στον κόσμο μας, όμως συμβαίνουν.

ΕΡ. Το βιβλίο σου είναι χωρισμένο σε πέντε ενότητες. Τι ήθελες να πεις με τη κάθε ενότητα;

ΑΠ. Η ποιητική μου συλλογή αποτελείται από πέντε ενότητες: Οι ασθενείς, Όλα τα Μη του κόσμου, Εγρήγορση, Τα μυστικά της μήτρας, Ξέφωτα. Και τελειώνει με ένα σημείωμα που τις ενώνω:  «Ήδη ειπώθηκαν πολλά, οι  ασθενείς μας έγραψαν όλα τα Μη του κόσμου, πλέον τα μυστικά που έχουμε από ένστικτο μέσα μας, θα μας κρατήσουν στην εγρήγορση που χρειάζεται για να φτάσει, ο καθένας, στο δικό του ξέφωτο… Ευχή μου λοιπόν, εκείνο». Μέσα από την ανάγνωση των ενοτήτων, δίνω το ελεύθερο στον κάθε αναγνώστη να δώσει απάντηση σε αυτή την ερώτηση.

ΕΡ. «Σήμερα έχω να φροντίσω ένα αστέρι που χρόνια το λαβώνουν οι άνθρωποι». Σε ποιο αστέρι αναφέρεσαι;

ΑΠ. Με την λέξη αστέρι αναφέρομαι σε καθετί, σε κάθε έναν, που το φως του μας είναι απαραίτητο. Δεν θέλουμε να σβήσει, δεν θέλουμε να πέσει.

ΕΡ.  «Τη λησμονιά, μα πιο πολύ τη νοσταλγία» είναι ο τίτλος ενός ποιήματος. Τι είναι προτιμότερο, η λησμονιά ή η νοσταλγία;

ΑΠ. Η λησμονιά ίσως. Είναι βάλσαμο  να μαλακώνουν μνήμες που πονούν.

ΕΡ. «Παντού κουτιά» είναι ο τίτλος ενός άλλου ποιήματος. Η ζωή χωράει ή περισσεύει από τα κουτιά;

ΑΠ. Η ζωή δεν έχει σχήμα. Είναι πολυμορφική και μεταβαλλόμενη. Σίγουρα περισσεύει.

ΕΡ. Ποια είναι τα «ξέφωτα» της ζωής;

ΑΠ. Μετά από μία μεγάλη διαδρομή στην σκιά, είναι το φωτεινό σημείο, εκεί, όπου ανοίγουν τα φύλλα και των δέντρων τα κλαδιά. Το άνοιγμα εκείνο που εισχωρεί ξανά, ορμητικά, στα μάτια σου ο ήλιος.

Ο τυπογράφος Βασίλης Τσιμεντερίδης, παππούς της Δέσποινας Ντάση, στον οποίο έχει αφιερώσει το βιβλίο της

ΕΡ. Πως θα χαρακτήριζες την ποίησή σου;

ΑΠ. Η ποίηση είναι υποκειμενική για τον καθένα. Κάθε στίχος έχει για τον κάθε αναγνώστη άλλον «ήχο». Αφήνω τον χαρακτηρισμό της στον κάθε αναγνώστη.

ΕΡ. Από πού αντλείς την έμπνευση όταν γράφεις;

ΑΠ. Από τα πάντα και σε ανύποπτες στιγμές. Από την ζωή που καθημερινά με εκπλήσσει, από την παρατήρηση, τον άνθρωπο, τα συναισθήματα, την μνήμη, την τέχνη. Η έμπνευση είναι ιδιόρρυθμη, έρχεται ακάλεστη και μένει όσο εκείνη θέλει.

ΕΡ. Τι είναι για σένα ποίηση;

ΑΠ. Τι είναι για όλους η αναπνοή;

ΕΡ. Έχεις σκεφτεί ν΄ ασχοληθείς με κάποιο άλλο είδος γραφής;

ΑΠ. Όχι, η ποίηση είναι κτητική! (Γελάω!). Ακόμα και αν κάποτε με κάποιο τρόπο ασχοληθώ, σίγουρα η ποίηση θα υπενθυμίζει την παρουσία της!

 

ΕΡ. Τι θα ήθελες να πεις ως επίλογο της κουβέντας μας;

ΑΠ. Ευχαριστώ καρδιάς θα ήθελα να πω! Στους αγαπημένους μου ανθρώπους που είναι δίπλα μου τόσα χρόνια και με στηρίζουν, στους υπέροχους συνεργάτες του Κέδρου που μαζί υλοποιήσαμε το πρώτο μου βιβλίο ακριβώς όπως το είχα ονειρευτεί, στον υπέροχο ζωγράφο Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο που το έργο του «Όταν πάγωσε ο χρόνος» κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου μου, τους αναγνώστες της συλλογής μου για τα μηνύματα και την στήριξή τους, εσένα Μαίρη μου, γι΄ αυτήν την όμορφη συζήτησή μας, να είσαι γερή και δημιουργική!

Ξέφωτα πάντα εύχομαι, ένα για τον καθένα!

 

*Συνέντευξη στο site: https://now24.gr/despina-ntasi-gia-mena-o-pappous-mou-stathike-daskalos-zois/

Leave a reply