Σήμερα στη στήλη “Στα βαθιά” έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Δέσποινα Ντάση. Η καλεσμένη μου έχει σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων κι έχει παρακολουθήσει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα Επιμέλειας και Διόρθωσης Κειμένου του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές, ενώ ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε πέντε συλλογικά βιβλία.Έργα της έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο και στον ηλεκτρονικό τύπο. Η ποίησή της είναι λυρική, περιγραφική, προσωποκεντρική και συχνά βιωματική. Ο λόγος της είναι σμιλεμένος, αρμονικός, με γλαφυρές εικόνες και γνήσια συγκίνηση.Την πένα της απασχολούν οι βαθιές σχέσεις,η αγάπη, ο έρωτας, η επαφή με το παρελθόν, η πάλη με την απώλεια, η καθημερινότητα. Η συναισθηματική γραφή της αγγίζει τις ευαίσθητές μου χορδές και θεωρώ πως αυτό προκαλεί γενικά στους αναγνώστες της. Περιμένω με ανυπομονησία τη νέα της ποιητική συλλογή που έρχεται σύντομα. Προς το παρόν θ’ απολαύσουμε δέκα υπέροχα ποιήματά της!
Μνήμη (αλλιώς επιστροφή)
Θέλω να γυρίσω πίσω
όπως γυρνάει κανείς μετά από χρόνια
εκεί που αρχίζει ο χρόνος του.
Το παιδικό μου σώμα να φορέσω
Μάρτη να δέσω στον καρπό
στη ρίζα να κόψω τον φόβο
ν’ανέβω στην ψηλή μουριά
και μάρτυρας να γίνω
εκείνου του χλωρού κλαδιού, της άνοιξης
που κλάδεψε ο πατέρας.
Να κλάψω στην ποδιά της μεγάλης μητέρας
που έχει μάτια ουρανού
και σταυρό στους μικρόσωμους ώμους,
να μου χαϊδέψει όπως τότε τα μαλλιά
να κοιμηθώ
μη θυμηθώ
πως μεγαλώνω.
Ναφθαλίνη
Κάπου μακριά εκείνοι που αγαπήσαμε κοιμούνται,
αλλάζουνε πλευρό στα σκοτεινά
και η ανάσα τους ξυπνά τη μοναξιά μας.
Αυτοί που έφυγαν νωρίς
κάποτε επιστρέφουν
― χειμώνα που το χώμα αναμνήσεις αναδίνει.
Ανεβαίνουν σέρνοντας τα πόδια τους
από την πίσω πόρτα
― εκείνη που κοιτάζει προς τη θάλασσα.
Και κρέμονται απ’ τα ρούχα τους τα φύκια,
από τα χείλη τους τα αλμυρά φιλιά
κι είναι τα μάτια τους θολά, σαν δυο παλιές φωτογραφίες.
Προτού τους δεις ήδη τους νιώθεις,
βγάζει το δέρμα τους μια νότα ναφθαλίνης
― όπως αυτή που έβαζες σ’ ό,τι παλιό φυλούσες ―
κι ενώ αυτοί πλησιάζουνε το βλέμμα δεν σηκώνεις.
ας κάνουν κίνηση αυτοί να διώξουνε τη σκόνη
επάνω από τους ώμους σου, μέσα απ’ την αγκαλιά σου,
ας κάνουν πρώτοι κίνηση να βγάλουν το σεντόνι
απ’ της αγάπης το νεκρό από καιρό κορμί.
Χειμώνας
Χρόνια περπάτησες στους κήπους μου,
στις μυστικές αυλές μου,
κόβοντας ρόδα, πίνοντας
νερό απ’ τις πηγές μου,
στον ίσκιο μου κοιμώμενος
στο φως μου τραγουδώντας.
κι είδες εκείνες τις πλευρές, τις δύσβατές μου διαδρομές,
που άλλοι πολλοί περαστικοί περνούσαν αγνοώντας.
Χρόνια περπάτησες στους κήπους μου,
σε ήθελα κοντά μου,
ήταν πιο ωραίοι οι κήποι μου σε κάθε πέρασμά σου,
είχανε λόγο τ’ άνθη μου να μένουν ανθισμένα
να τρέχουν δροσερά νερά, πουλιά να κελαηδούνε.
είχανε λόγο οι κήποι μου γιατί είχανε εσένα.
Ώσπου μια νύχτα άναστρη, που ξάπλωνες σιμά μου,
ήρθε ο χρόνος κηπουρός,
ήρθε και σε ξερίζωσε βίαια απ’ την καρδιά μου.
Κι είναι από τότε που πατούν φύλλα ξερά στο χώμα
άλλοι πολλοί περαστικοί, που μέσα λίγο περπατούν
κι ύστερα φεύγουν λέγοντας: Εδώ, κάνει χειμώνα.
Ζω για το θαύμα που θά ‘ρθει ―
Μου είπες να γράφω,
αργά και σταθερά να ξύνω το σκοτάδι μου,
αργά και σταθερά να καταδύομαι,
τη νόσο των δυτών μην αποκτήσω.
και τότε ήξερα, καθήκον μου ήταν να ράβω άστρα
στις μνήμες μου τις διάτρητες,
να σταματήσει αυτός ο αέρας να εισχωρεί από παντού,
σε κάθε αναδρομή να με αρρωσταίνει.
Γιατί δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά
Στην Emily Dickinson, μα όχι μόνο∙
Γνωρίζω κάποιες ποιήτριες που γίναν πεταλούδες
μες σε στενά δωμάτια χτυπήσαν τα φτερά τους
με όλη τους τη δύναμη, μέχρι που τέλος σπάσαν,
καήκανε τα χρόνια τους σε κάποιας λάμπας φως.
κι έτσι τις βρήκε το πρωί ― ξεψυχισμένες ―
ανάμεσα στα ποιήματα που μπόρεσαν να γράψουν
και σε όλα εκείνα που ήθελαν να γράψουνε αλλιώς.
Εκκρεμότητα
Τώρα εκτιμώ τον χρόνο αλλιώς
διότι φθίνει κάποτε ο χρόνος των ανθρώπων.
κι εκείνη που αποδέχτηκε τον θάνατο νωρίς
συχνά μου μίλαγε για την αξία τ’ ουρανού,
για το τραχύ ανέβασμα…
Μόνο που τότε ήμουν μικρή
για να εννοήσω τέτοιο ύψος.
Χρόνια μετά,
καταλαβαίνω γιατί κελαηδούν στον κήπο τα πουλιά
τα ξημερώματα.
Άνοδος
Mother, i’ll never wake up from him,
i have already traveled too far.
― Hades, Cecilia Woloch
Περσεφόνη, τη μέρα που έφυγες
έκοψα τα τελευταία άνθη
στεφάνι έπλεξα
για να μαδώ τα πέταλά του
για να μετράω τις εποχές.
εδώ είναι η γη της προσμονής
της στείρας πέτρας τόπος
της απουσίας η έρημος ―
Πόσο ακόμα αργείς;
Via Lactea
Απ’τους μαστούς του σύμπαντος θήλασα
του γαλαξία το γάλα.
Δεν είχα μητέρα
δεν είχα πατέρα
μονάχα ένα δωμάτιο γαλάζιο
που θύμιζε τα μάτια του Θεού.
Εσύ με έμαθες να μεγαλώνω
με έναν τρόπο βίαιο,
να ωριμάζω γρήγορα
πολύ πριν έρθει η ώρα μου
στο χώμα να πέφτω σαν φρούτο,
ενώ πόσο θα ήθελα
να μ’ έκοβαν τα χέρια σου.
Έρημε,
άγονε πρόγονε,
στίγμα δεν μου έδωσες
το στήθος σου
να βρω, να ακουμπήσω
και οι παλμοί σου μου έλειψαν.
πες μου αλήθεια,
υπήρξες;
Μάνα δεν ήμουν
κόρη δεν ήμουν
σύζυγος δεν ―
και όμως υπέμεινα
υπάκουσα
ύφανα υποσχέσεις,
με όλα τα oνόματα σε φώναξα
για να σε βρω στο πλήθος
με τόσα σώματα κοιμήθηκα
μ’ ακόμα δεν σε βρήκα.
Τριαντατρία χρόνια μετά
μονάχα το γαλάζιο αναγνωρίζω,
εκείνο που με ανέθρεψε,
εκείνο που με ξέρει,
που κολυμπάω αντίθετα
να φτάσω στην πηγή του.
Βαβέλ
Πιο πολύ απ’ όλα ― ξέρεις; ―
εκείνο μου είχε λείψει:
των δέντρων
των ανθρώπων
των πουλιών
η ίδια γλώσσα.
Τώρα επιτέλους μου μιλάς.
Ιθάκη
Όχι άλλη οδύσσεια
όχι άλλη απουσία.
Πού τελειώνει η θάλασσα;
Πού αρχίζει η ακτή σου;
Να γίνεις η Ιθάκη μου
λιμάνι μου ο λαιμός σου
μέσα να μπω, στα χέρια σου,
μακριά σου κινδυνεύω.
Πηγή δημοσίευσης: Δημοσίευση ποιημάτων, Έννεπε Μούσα