«Μνήμες μικρού μήκους», κριτική της Χριστίνας Λιναρδάκη στη λογοτεχνική σελίδα Στίγμα Λόγου

«Μνήμες μικρού μήκους», κριτική της Χριστίνας Λιναρδάκη στη λογοτεχνική σελίδα Στίγμα Λόγου

Προτού γράψω τη γνώμη μου για αυτό το βιβλίο ως κείμενο, πρέπει να εκφράσω τη συγκίνησή μου για το συγκεκριμένο βιβλίο ως αντικείμενο. Είμαι πολλά χρόνια πια στον χώρο του βιβλίου με διάφορους ρόλους, όμως πάντοτε νιώθω συγκίνηση με μια προσεγμένη έκδοση μέσα στις τόσες και τόσες προχειρότητες των ημερών μας. Οι Μνήμες μικρού μήκους είναι ένα σκληρόδετο βιβλίο (μάλιστα, σκληρόδετο!) και έχει και υφασμάτινο κορδόνι-σελιδοδείκτη, η δε μινιμαλιστική αισθητική του εξωφύλλου του εναρμονίζεται άψογα με τη συνολικά προσεγμένη εμφάνισή του. Να επισημάνω ακόμη ότι δεν βρήκα ούτε ένα λάθος (ορθογραφικό ή τυπογραφικό) στις σελίδες του.

Και αφού εντυπωσιάστηκα με την εμφάνιση, οφείλω να ομολογήσω ότι μόλις το διάβασα ενθουσιάστηκα και με το περιεχόμενο. Το βιβλίο περιέχει όντως αναμνήσεις της ποιήτριας, ιδωμένες μέσα από τον φακό του παρόντος ο οποίος αλλοιώνει, θαμπώνει και συνήθως σμικρύνει τα γεγονότα που έχουν συμβεί. Η Ντάση έχει πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος, με αποτέλεσμα η αίσθηση της ματαιότητας να διαπερνά τις μνήμες της, κάνοντάς τες πιο εύθραυστες, γι’ αυτό και πιο γοητευτικές.

Τα πρώτα ποιήματα εμπλέκουν με έναν τρόπο την αρχή του κόσμου: υπάρχουν αναφορές στον Αδάμ και την Εύα, την Εδέμ, το προπατορικό αμάρτημα – φυσικά, τα ποιήματα είναι απολύτως προσωπικά:

Εδέμ

Φισών
Γιχών
Τίγρης

κι Ευφράτης

είναι οι πρώτες μνήμες μου,
καθώς και δύο δέντρα –

μα δεν μπορώ να θυμηθώ την όψη σου, πατέρα.

Εδώ ο πατέρας θα μπορούσε να είναι ο Θεός (αν υποθέσουμε ότι μιλά η Εύα) είτε ο πατέρας της ποιήτριας, η οποία έχει συνδεθεί με κάποιον μυστικιστικό τρόπο με μια ανάμνηση από την πρώτη αρχή. Με μια τέτοιου είδους εντυπωσιακή συστροφή, ποιήματα που μπορεί να ξεκινούν γενικόλογα καταλήγουν να γίνονται πολύ συγκεκριμένα και προσωπικά, την ίδια στιγμή που θα ήταν δυνατόν να αφορούν τον καθένα. Τέτοιες μεταβάσεις στα ποιήματα της Ντάση γίνονται απαλά, έχουν όμως μεγάλη δύναμη εξαιτίας της φόρτισης που τις διακατέχει: «Θέλω να γυρίσω πίσω […]/ το παιδικό μου σώμα να φορέσω/ Μάρτη να δέσω στον καρπό» (απόσπασμα από το ποίημα «Μνήμη (αλλιώς επιστροφή)».

Τη ροή των ποιημάτων διακόπτουν ολιγόστιχα ποιήματα σε μεγαλύτερο μέγεθος γράμματος και πάντα στη δεξιά σελίδα, τα οποία λειτουργούν σαν προμετωπίδες όσων ποιημάτων έπονται, χωρίζοντας ουσιαστικά το βιβλίο σε επιμέρους ενότητες. Παραθέτω εδώ την πρώτη προμετωπίδα:

Στη λήθη γλιστρούν οι πιο όμορφες μέρες μας,
κι εσένα που αγάπησα τόσο,
πες μου, αλήθεια, υπήρξες;

Τα ποιήματα που την ακολουθούν μιλούν για κάποιον έρωτα (ή και διαφορετικούς, δεν είναι σαφές) που έχει πια εξοστρακιστεί στον κόσμο της ανάμνησης:

… το χάδι σου, πικρό σημάδι·
και η ουλή στην πλάτη σου γκρεμός,
το άνοιγμα στα χείλη σου ρωγμή –
μέσα σου πέφτω.

(καταληκτικοί στίχοι από το ποίημα «Αναδρομή»)

Όπως όμως όλοι οι έρωτες που ναυάγησαν ή χάθηκαν, άφησε πληγές που η μνήμη τις κάνει ακόμη πιο έντονες. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και οι πληγές είναι μερικές φορές επιθυμητές, έστω κι αν πονάνε:

μα συνεχίζω
να περπατώ ξυπόλητη
να βλέπω όνειρα που βγαίνουν
να σε αισθάνομαι κοντά μου σαν να είσαι
να ερωτεύομαι κάθε φορά πιο δυνατά

(απόσπασμα από το ποίημα «Χωρίς αναπνοή»)

Ακολουθεί μια ενότητα που μιλά για τους ανθρώπους τους οποίους στερεί ο θάνατος. Και εδώ η προσωπική μαρτυρία και οι καθημερινές συνήθειες φέρνουν τα ποιήματα στο ανθρώπινο μέτρο και τα κάνουν συγκινητικά: «Η μυρωδιά του καφέ μου θυμίζει τον θάνατό σου» (εναρκτήριος στίχος του ποιήματος «Συνειρμός»). Την ίδια στιγμή, σημειώνεται ένας εξακοντισμός τους στη σφαίρα του μύθου μέσω του παραλληλισμού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο παραλληλισμός εμπλέκει τον μύθο της Περσεφόνης: «κάθε Απρίλη ανεβαίνεις από τη χώρα των νεκρών» («Συνειρμός»).

Τελικά αυτό που μένει μετά τον θάνατο είναι η «σιωπή που εξαγριώνει» (ποίημα «Ειρήνη υμίν») και «σκιές όπως σκόνη» (ποίημα «Σκόνη»).

Η τέταρτη και τελευταία ενότητα αφορά το θέμα της λήθης. Οι άνθρωποι παύουν να υπάρχουν οριστικά, όταν χάνονται από τη μνήμη μας. Προτού όμως χαθούν, οι ζωντανοί αναρωτιούνται αν όντως υπήρξαν: «κι έτσι δεν είσαι σίγουρος/ αν όσα έζησες στ’ αλήθεια υπήρξαν/ ή με μεγάλη επιτυχία τα επινόησες» (από την προμετωπίδα της τέταρτης ενότητας). Υπάρχει άλλωστε πάντα η απορία τι συμβαίνει με τη μνήμη και τη λήθη στην άλλη πλευρά:

Θυμάσαι; Εκεί που είσαι με θυμάσαι;
Μπορείς ακόμα να θυμάσαι;
Εγώ ξεχνάω τη μορφή σου, έχω ξεχάσει τη φωνή σου,
στο υποσυνείδητο κρυμμένο κάποιες φορές σε συναντώ,
μου ψιθυρίζεις ποιήματα από την πέρα όχθη
σε μια γλώσσα αλλόκοσμη που δεν γνωρίζω να μιλώ.

(απόσπασμα από το ποίημα «Δεν θέλω να λησμονηθεί»)

Η απροσδιοριστία των μορφών στις οποίες απευθύνεται η ποιήτρια και που είναι άλλοτε  θηλυκές, άλλοτε αρσενικές βοηθά τον αναγνώστη να ταυτιστεί με το ποιητικό υποκείμενο. Είναι όμως μια ταύτιση που δεν μπορεί παρά να τον γεμίζει θλίψη. Αυτή τη θλίψη υπογραμμίζει και η ποιήτρια, διαπιστώνοντας:

Πεθαίνει η μνήμη που επιλέγουμε,
πως γεννηθήκαμε γυμνοί, θνητοί και μόνοι,
πως δεν υπήρξαμε πιο πριν από τον έρωτα
και μόνο η θάλασσα γνωρίζει τ’ όνομά μας,
ξεβράζοντάς μας στη στεριά
με ατροφικά τα βράγχια μας
και τ’ οξυγόνο να μας καίει τα πνευμόνια.

(απόσπασμα από το ποίημα «Αναγέννηση»)

Γυμνοί, θνητοί και μόνοι ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο και κάπως έτσι φεύγουμε… Το θέμα είναι τι κάνουμε στο μεσοδιάστημα μεταξύ άφιξης και αναχώρησης και πόσο κομμάτι από αυτά που κάνουμε καθορίζεται από τη μνήμη. Δεν είναι παράξενο πως η μνήμη είναι σημαντικό τμήμα του ποιοι είμαστε, αφού διαμορφώνει την ταυτότητα και την προσωπικότητά μας με έναν τρόπο που περιέχει αμετάκλητα όλους εκείνους τους ανθρώπους που αγκαλιάζει, ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στάθηκαν καθοριστικοί για τη ζωή μας. Το καταλαβαίνουμε αυτό πολύ έντονα, αν τύχει να βρεθούμε κοντά σε άτομα που η μνήμη τους σταδιακά τους εγκαταλείπει, π.χ. με άνοια ή Αλτσχάιμερ.

Αύριο θα γίνουμε κι εμείς μνήμη για εκείνους που ακολουθούν μετά από εμάς, ας φροντίσουμε λοιπόν να είμαστε μια μνήμη καλή και αγαπημένη:

Σου γράφω από το μακρινό μέλλον,
έχουν περάσει δύο χρόνια
και πλέον έπαψα να επιστρέφω
[…]

Μοιάζω περισσότερο με Ιούλη
λεπτά φορέματα επιλέγω να φοράω
και αρώματα που δεν θυμίζουνε στιγμές

(απόσπασμα από το ποίημα «Υστερόγραφο»)

Αν είναι να επιστρέφουμε, ας επιστρέφουμε σαν κάτι ανάριο, κάτι λεπτό και ευνοϊκό, σαν ένα ελαφρύ αεράκι. Γιατί τι άλλο είναι οι αναμνήσεις μας πέρα από έναν αέρα που φυσά μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα της ψυχής μας; Ας είναι ένας αέρας γλυκός και όχι άγριος και μανιασμένος.

Πηγή κριτικής: Μνήμες μικρού μήκους, κριτική Χριστίνας Λιναρδάκη

Leave a reply